- φράκο
- το(λ. γαλλ.), μαύρη επίσημη αντρική ενδυμασία, η βελάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φράκο — και φράκ, το, Ν επίσημο εξωτερικό ανδρικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frac < αγγλ. frock < μσν. αγγλ. frok / frokke < μσν. γαλλ. froc, λ. γερμ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
φρακοφόρος — ο, Ν 1. αυτός που φορεί φράκο 2. ειρων. νεκροπομπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράκο + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
βελάδα — η επίσημο αντρικό μαύρο ένδυμα, παραπλήσιο προς το φράκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) velada] … Dictionary of Greek
γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… … Dictionary of Greek
φρακ — το, Ν άκλ. βλ. φράκο … Dictionary of Greek
ψαλιδοκέρι — το, Ν 1. ειδικό ψαλίδι για την κοπή τού καμένου φιτιλιού τού κεριού 2. μτφ. α) (κατά τους χρόνους τής Ελληνικής Επανάστασης) (σκωπτ.) το ανδρικό ευρωπαϊκό σχιστό ένδυμα, το φράκο, και, γενικά, η ευρωπαϊκή ενδυμασία β) (κατ επέκτ.) αυτός που… … Dictionary of Greek
ψαλιδόκωλος — ο, Ν μτφ. αυτός που φορεί σχιστό επίσημο ένδυμα, που φορεί φράκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + κώλος] … Dictionary of Greek
βελάδα — η (λ. ιταλ.), είδος επίσημου, μαύρου, ανδρικού ενδύματος, το φράκο, η ρεντικότα: Η βελάδα ήταν υποχρεωτικό ένδυμα στην επίσημη δεξίωση του υπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρακοφόρος — ο αυτός που φοράει φράκο (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με βελάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλιδόκωλος — ο αυτός που φορεί επίσημο ένδυμα (κυρίως φράκο) σκιστό πίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)